«Καλά, θα φας και άλλο πιάτο; Έχεις πάρει κιλά, ξέχνα το!» Γιατί, μπαμπά, με έκανες να ντραπώ τόσο πολύ μπροστά στους φίλους μου, και μάλιστα μπροστά στο αγόρι που μου αρέσει;
Δεν είδες ότι τα μάτια μου βούρκωσαν; Δεν είδες ότι έσκυψα το κεφάλι για να κρύψω την ντροπή και τη στεναχώρια μου; Μη με δει κανείς να κλαίω, μη με δει αυτό το αγόρι.
Εσύ βέβαια δεν ξέρεις ότι μου αρέσει. Δεν ξέρεις για κανένα αγόρι. Νομίζεις ότι δεν αγαπώ κανέναν, μόνο εσένα.
Μεγαλώνω όμως, μπαμπά. Και ξέρεις, με ενδιαφέρει τι θα πουν οι άλλοι. Εσένα δεν σε ένοιαζε καθόλου όταν ήσουν μικρός; Τα αγόρια όμως είναι αλλιώς. Μπορεί να νοιάζονται αλλά δεν το δείχνουν. Το παίζετε σκληροί. Δεν είστε.
Μπορεί όμως να γίνετε και πολύ χαζοί. Και αυτό βλέπω ότι δεν αλλάζει όσο μεγαλώνετε. Ακόμα και όταν γίνεστε μπαμπάδες.
Ξέρεις τι θέλω; Θέλω λιγάκι να σκέφτεσαι. Μπορεί να φταίει και το πολύ Netflix αλλά δεν σκέφτεσαι.
Νομίζεις ότι είμαι δυνατή, σκληρή. Δεν είμαι. Το ίδιο νομίζεις και για τη μαμά. Ούτε αυτή είναι. Και όταν μιλάς απότομα και σε εκείνη, και τότε ντρέπομαι. Και ξέρεις, εύχομαι να είχα έναν άλλο μπαμπά.
Ψέματα, εσένα θέλω. Αλλά να είσαι καλύτερος.
Την επόμενη φορά απλά κρατήσου και ό,τι έχεις να μου πεις, πες το μου την κατάλληλη στιγμή. Με τον κατάλληλο τρόπο.
Δεν είναι εύκολο να είσαι μπαμπάς, το ξέρω. Ρώτα όμως και μένα. Δεν είναι καθόλου εύκολο να είσαι παιδί ενός μπαμπά που σε ντροπιάζει.