Τα παιδιά μπορεί να υποστούν κακοποίηση διάφορων μορφών: είτε σωματική είτε ψυχολογική. Μπορεί να πέσουν θύματα bullying, cyberbullying ή σεξουαλικής κακοποίησης και πορνογραφίας. Οι επιπτώσεις στην ψυχοσύνθεσή τους μπορεί να είναι δραματικές. Οι αντιδράσεις κάθε παιδιού σε αυτά τα γεγονότα διαφέρουν και εξαρτώνται από πολλούς παράγοντες, όμως το πώς θα αντιμετωπίσει κάθε παιδί την τραυματική αυτή εμπειρία θα καθορίσει και τον αντίκτυπο που εντέλει θα του αφήσει.
Στις περισσότερες περιπτώσεις, στο μυαλό του παιδιού μπορεί να επικρατούν δύο εκτιμήσεις που δεν το βοηθούν να ξεπεράσει το τραύμα του ή να μπει στη διαδικασία να προσπαθήσει να το ξεπεράσει. Πιστεύει ότι:
- Αυτό το αρνητικό γεγονός θα παραμείνει ή/ και θα ξανασυμβεί
- Δεν μπορεί να κάνει τίποτα για να το αλλάξει
Παραμένει δηλαδή σε μια κατάσταση μαθημένης ανημποριάς, όπου δηλαδή έχει αποδεχτεί την κατάσταση ως έχει, τη θεωρεί αναπόφευκτη, πιστεύει ότι έτσι θα είναι για πάντα και δεν κάνει καμία ενέργεια για να την αλλάξει. Αυτές οι προσδοκίες οδηγούν σε μια αίσθηση απελπισίας.
Θεωρεί ότι οι αιτίες των αρνητικών γεγονότων της ζωής του είναι:
- μόνιμες και όχι παροδικές
- γενικευμένες – δηλαδή επηρεάζουν πολλούς τομείς της ζωής του και όχι μία μόνο διάσταση
- οφείλονται σε εσωτερικούς παράγοντες, δηλαδή αποτελούν μέρος της προσωπικότητάς του και όχι σε εξωτερικούς παράγοντες, δηλαδή περιβαλλοντικούς.
Άτομα με αυτό το αρνητικό στυλ εξήγησης ή απόδοσης αιτιών συνήθως κατηγορούν τον εαυτό τους όταν τους συμβαίνουν αρνητικά γεγονότα, θεωρούν ότι τα γεγονότα αυτά θα γενικευτούν και σε άλλους τομείς της ζωής τους, θα τους επηρεάσουν καθώς και ότι η αρνητική κατάσταση που βιώνουν τώρα θα έχει πολύ μεγάλη διάρκεια. Συνήθως τα παιδιά αυτά χαρακτηρίζονται από μελαγχολία, παθητικότητα και χαμηλή αυτοεκτίμηση.
Σε αυτό, κρίσιμο ρόλο παίζουν οι ιδιάζουσες οικογενειακές συνθήκες. Οι ίδιοι οι γονείς μπορεί να χαρακτηρίζονται και οι ίδιοι από αρνητικό γνωσιακό στυλ, δίνοντας έτσι αρνητική ανατροφοδότηση στα παιδιά τους. Δεν είναι ιδιαίτερα ζεστοί και στοργικοί ούτε υποστηρικτικοί. Έχουν ασυνείδητα τοποθετήσει έναν τοίχο μεταξύ των ιδίων και των παιδιών τους και είναι απόμακροι συναισθηματικά. Όταν το παιδί κακοποιείται συναισθηματικά από τους σημαντικούς άλλους – γονείς, εκπαιδευτικούς, φίλους – αυτό συσχετίζεται με αρνητικό γνωσιακό στυλ και στη μετέπειτα ενήλικη ζωή του.
Τα συναισθήματα που κατακλύζουν σχεδόν όλα τα παιδιά που έχουν υποστεί τέτοιου είδους βία και κακοποίηση, είτε σωματική είτε ψυχολογική, είναι τα αισθήματα ενοχής και ντροπής που νιώθουν. Και αυτά τα συναισθήματα συνήθως είναι και τα πιο ύπουλα. Δεν στρέφονται προς το δράστη αλλά προς τον εαυτό τους. Αποδίδουν αυτό που τους συνέβη στον εαυτό τους, ότι τα ίδια έκαναν κάτι λάθος ή/ και ότι τους αξίζουν αυτά που έπαθαν. Συνήθως, τέτοιου είδους πρακτικές ξεκινούν από τους γονείς. Συχνά, περνούν αντιφατικά και διφορούμενα μηνύματα στα παιδιά τους. Από τη μια δείχνουν να είναι κοντά τους και από την άλλη είναι συναισθηματικά αποστασιοποιημένοι και τα απορρίπτουν. Δίνουν ασυμβίβαστα και ασυνεπή μηνύματα στα παιδιά ενώ ταυτόχρονα τους απαγορεύουν να επισημαίνουν αυτή την αντίφαση (θεωρία διπλής δέσμευσης).
Αυτό το γεγονός δημιουργεί τεράστια σύγχυση στην ψυχοσύνθεση του παιδιού. Εάν εκμυστηρευτούν κάτι στους γονείς τους πιστεύουν ότι θα τους ρίξουν μομφές και θα υπονοήσουν ότι κάπου έχουν συμβάλλει και τα ίδια σε όλο αυτό. Είναι οι γνωστές φράσεις: «Δε μπορεί, κάτι θα έχεις κάνει κι εσύ», ή ότι προκαλούν ή παρεξήγησαν και παρερμήνευσαν τις συμπεριφορές και ότι αντιδρούν υπερβολικά. Το χειρότερο μέρος της κακοποίησης που μπορεί να βιώνει ένα παιδί είναι ο υποβιβασμός της σημαντικότητας των γεγονότων αυτών καθαυτών που βιώνουν και η αδιαφορία από τους ανθρώπους που την αντιλαμβάνονται. Οπότε τα παιδιά αποκρύπτουν οτιδήποτε τους συμβαίνει και το αντιμετωπίζουν μόνα τους. Συχνά μπορεί και τα ίδια να προσπαθούν να υποβιβάσουν τα γεγονότα ή κατακλύζονται από ενοχές. Δεν μιλούν σε κανέναν και με τον καιρό το βάρος αυτό που κουβαλούν τους πνίγει.
Για το λόγο αυτό, οι σχέσεις με την οικογένεια είναι καθοριστικές και είναι οι πρώτες που χρειάζεται να «δουλευτούν» και να βελτιωθούν, συχνά με την επέμβαση και τη βοήθεια ενός ειδικού, καθώς και το κομμάτι της επικοινωνίας και της ενσυναίσθησης. Οι γονείς πρέπει να είναι υποψιασμένοι όταν το παιδί τους παρουσιάζει αλλαγές στη διάθεσή του ή όταν απομονώνεται. Μπορεί να είναι συνεχώς μελαγχολικό και καταθλιπτικό, να δείχνει φοβισμένο, να εκδηλώνει επιθετικές συμπεριφορές, να κλείνεται στον εαυτό του και να έχει εμφανώς μειωμένες κοινωνικές αλληλεπιδράσεις – γενικώς να παρουσιάζει ενδείξεις απόσυρσης σε όλους τους τομείς της ζωής του.
Πρέπει να έχουν καλλιεργήσει μια σχέση μαζί του όπου το παιδί να αισθάνεται εμπιστοσύνη να τους εκμυστηρευτεί οτιδήποτε του συμβαίνει χωρίς λογοκρισία, χωρίς να φοβάται ότι θα κριθεί ή θα κατηγορηθεί. Χρειάζεται να νιώθει τους γονείς του σύμμαχούς του στον αγώνα που αντιμετωπίζει, πως θα το υποστηρίξουν και θα είναι δίπλα του. Έτσι νιώθει δυνατό να μιλήσει, να μπορέσει να αντιμετωπίσει τους “δράστες”, να σταθεί στο ύψος του και να πάρει τη ζωή του στα χέρια του, χωρίς να υποκύπτει σε τυχόν εκβιασμούς, συμπεριφορά που όπως έχει αποδειχτεί το μόνο που επιφέρει είναι η συντήρηση και η διόγκωσή τους.
Πηγή: csii.gr