H υποκατηγορία του διαβήτη που ονομάζεται Σακχαρώδης Διαβήτης τύπου LADA (Latent Autoimmune Diabetes in Adults – Λανθάνων Αυτοάνοσος Διαβήτης Ενηλίκων) θεωρείται είτε μια αργά εξελισσόμενη μορφή ΣΔτ1 είτε μια ενδιάμεση κατηγορία απο μόνη της. Έχει ονομαστεί εμπειρικά και διαβήτης τύπου 1,5 για να δείξει την αλληλεπίδραση των χαρακτηριστικών μεταξύ ΣΔτ1 και ΣΔτ2.Τα άτομα με LADA έχουν θετικά αντιπαγκρεατικά αυτοαντισώματα (κυρίως τα anti-GAD 65) σε ποικίλο τίτλο οπότε συστήνεται και ο απαραίτητος ανοσολογικός έλεγχος.Ακόμα, υπάρχει πολλές φορές γονιδιακό υπόστρωμα κοινό με τα γονίδια που έχουν βρεθεί τόσο για ΣΔτ1 όσο για τον ΣΔτ2 (πολυμορφισμοί του γονιδίου TCF7L2). Όσο αφορά την επιδημιολογία παρουσιάζει συχνότητα που κυμαίνεται περίπου από 2% έως 12% μεταξύ των περιπτώσεων ΣΔ και συνηθίζεται να διαγιγνώσκεται αρχικά εσφαλμένα ως ΣΔτ2.
Όσο αφορά την παθοφυσιολογία του, χαρακτηρίζεται από την αυτοάνοση καταστροφή των β-κυττάρων του παγκρέατος,όπως και ο ΣΔτ1 χωρίς να είναι ο μοναδικόςαιτιοπαθοφυσιολογικός παράγοντας. Σε μεγαλύτερες όμως ηλικίες όπως γίνεται και στην συγκεκριμένη κατηγορία, ο ρυθμός της αυτοάνοσης καταστροφής των β-κυττάτων είναι βραδύτερος, με αποτέλεσμα η κλινική συμπτωματολογία να είναι ηπιότερη, καθώς διατηρείται υπολειπόμενη ενδογενής έκκριση ινσουλίνης για χρονικό διάστημα που μπορεί να φτάσει τα 2 με 4 χρόνια. Τα άτομα που εμφανίζουν φαινοτυπικά χαρακτηριστικά ΣΔτ2 και ενώ δύνανται να διατηρούν αρχικά καλή γλυκαιμική ρύθμιση με από του στόματος αντιδιαβητική αγωγή, σύντομα (εντός 6 μηνών- 5 ετών) θα χρειαστούν θεραπεία με ινσουλίνη.
Σύμφωνα με The Immunology of Diabetes Society τα κριτήρια διάγνωσης είναι:
Επίσης σύμφωνα με τον Fourlanos et. al (2006) τα κλινικά κριτήρια που εμφανίζονται συχνότερα σε LADA παρά σε ΣΔτ2 είναι:
Σε περίπτωση λοιπόν νεοδιαγνωσμένου διαβήτη σε ασθενή με φυσιολογικό σωματικό βάρος, οξεία συμβάντα υπεργλυκαιμίας και ατομικό και οικογενειακό ιστορικό αυτοάνοσων ο κλινικός οφείλει να εφιστά την προσοχή του και σε αυτόν τον τύπο διαβήτη.
Σχετικά με την αντιμετώπιση του διαβήτη τύπου LADA η ινσουλινοθεραπέια, η άσκηση και η κατάλληλη διατροφή αποτελούν για την ώρα τα μοναδικά μέσα αντιμετώπισης της νόσου. Εκτός από την ινσουλίνη που αποτελεί τη θεραπεία εκλογής, παράγοντες που χρησιμοποιούνται στη διαχείριση του διαβήτη τύπου 2 (T2D) μπορεί να είναι έχουν ρόλο στη βελτίωση του γλυκαιμικού ελέγχου και στη διατήρηση της λειτουργίας των β-κυττάρων σε άτομα με LADA, αλλά χρειάζονται περισσότερες μελέτες για να αποδείξουν την κλινική τους αποτελεσματικότητα και να λάβουν αντίστοιχη ένδειξη χορήγησης. Υπάρχει ανάγκη για περαιτέρω έρευνα για την κατανόηση των περίπλοκων υποκείμενων παθοφυσιολογικών μηχανισμών και της κλινικής ετερογένειας της διαταραχής.
Για το λόγο αυτό, έχει μεγάλη σημασία η έγκαιρη κλινική αναγνώριση των ασθενών που εκδηλώνουν LADA, σε σχέση με τους ασθενείς με ΣΔτ2, διότι η έγκαιρη και σωστή θεραπεία των ασθενών αυτών θα διατηρήσει για το μεγαλύτερο δυνατό διάστημα τη λειτουργία των β-κυττάρων, θα προσφέρει τη βέλτιστη μεταβολική ρύθμιση και θα βελτιώσει τα μακροπρόθεσμα αποτελέσματα, μειώνοντας τις επιπλοκές, βελτιώνοντας την ποιότητα ζωής και αυξάνοντας την επιβίωση.