Τα πρόσφατα γεγονότα στη Νέα Σμύρνη επαναφέρουν το ζήτημα της αστυνομικής βίας στη χώρα. Αυτή τη στιγμή όμως, οι συνθήκες είναι διαφορετικές. Η κοινωνική ζωή όπως την ξέραμε, έχει αλλάξει. Ο κόσμος βρίσκεται σε ένα παρατεταμένο «εγκλεισμό», με μοναδική εξαίρεση 6 κωδικούς μετακίνησης· έξι λόγους/αιτίες να βγεις από το σπίτι, με τη διαφορά ότι αυτή η ελεύθερη μετακίνηση γίνεται στο πλαίσιο συγκεκριμένων κανόνων και προδιαγραφών. Αυτό δεν σημαίνει ότι αν μένεις σε κάποια παραλιακή περιοχή και έχει κίνηση τη στιγμή που επιλέξεις να βγεις-γιατί πολύ απλά αυτή τη στιγμή μπορούσες- δεν θα γίνεις και εσύ «στόχος» των εκάστοτε δημοσιογράφων, ως ένας ακόμη «ασυνείδητος» που δεν τηρεί τα μέτρα και θα «ευθύνεται» για την παράταση των μέτρων! Ευθύνες επιρρίπτονται και στην Ελληνική Αστυνομία, περί του μη αποτελεσματικού ελέγχου τήρησης των μέτρων. Ένα σώμα, που αν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς, τα τελευταία χρόνια, βιώνει σημαντικές αλλαγές στη δομή και στη λειτουργία του, εξαιτίας των επιπλέον αρμοδιοτήτων που του ανατίθενται.
Το γεγονός αυτό δεν δικαιολογεί τις εικόνες αστυνομικής βίας, στις οποίες έχουμε γίνει όλοι μάρτυρες το τελευταίο διάστημα. Αυτό που «ξεχείλισε» το ποτήρι; Φυσικά, τα επεισόδια στη Νέα Σμύρνη και όχι γιατί δεν είμαστε «συνηθισμένοι» να βλέπουμε σκηνές βίας εκ μέρους της ΕΛ.ΑΣ, αλλά επειδή αυτή τη φορά ήταν αναίτιες, όπως όλοι οι παρευρισκόμενοι υποστήριξαν, με το θύμα να ακούγεται να λέει «Πονάω ρε μ…., πονάω». Μία έκφραση που προσωπικά, μου υπενθύμισε τα πρόσφατα περιστατικά στις Η.Π.Α, όταν ο George Floyd, πέθανε κάτω από το γόνατο του αστυνομικού, ψελλίζοντας την έκφραση «I can’t breath» («Δεν μπορώ να αναπνεύσω»). Ένας παραλληλισμός που μου δημιουργεί ένα απλό ερώτημα, Τι αστυνομία θέλουμε στο σύγχρονο ελληνικό κράτος δικαίου;
Για ένα ικανοποιητικό μέρος της ελληνικής κοινωνίας, ο θεσμός της αστυνομίας συγκεντρώνει υψηλά ποσοστά εμπιστοσύνης. Σε έρευνα της Public Issue (2018), εννέα (9) στους δέκα (10) Έλληνες-89%- δηλώνουν εμπιστοσύνη στο Στρατό, επτά (7) στους δέκα (10)-72%- στην Αστυνομία. Σε αντίστοιχα πορίσματα καταλήγει και η διαΝΕΟσις (2018), βάσει της οποίας η αστυνομία και οι ένοπλες δυνάμεις βρίσκονται μεταξύ των πέντε θεσμών, που εμπιστεύονται άνω του 50% του πληθυσμού. Τα ποσοστά αυτά δεν πρέπει να προκαλούν εντύπωση, μιας και η ελληνική κοινωνία παραμένει σε μεγάλο βαθμό «πιστή» σε παραδόσεις και αξίες. Υπάρχει ωστόσο, ένα άλλο ποσοστό της ελληνικής κοινωνίας που μένει εξαιρετικά καχύποπτο απέναντι σε αυτό το θεσμό. Μία στάση που «ενισχύεται» από το σκοτεινό ρόλο που διαδραμάτισε σε κρίσιμες περιόδους για την κοινωνία, με χαρακτηριστικά παραδείγματα τον Εμφύλιο Πόλεμο και τη δράση της στην Δικτατορία των Συνταγματαρχών. Προφανώς και το παρελθόν ανήκει στο παρελθόν, αλλά η δύναμη που «δίνει» η στολή, συνεχίζει να οδηγεί σε φαινόμενα κατάχρησης εξουσίας και άσκοπης βίας.
Σύμφωνα με το Συνήγορο του Πολίτη, υπάρχει αισθητή αύξηση των περιστατικών αστυνομικής βίας, κατά 75%, το οποίο και επιβεβαιώνεται από την Έκθεση του 2019, στην οποία υπογραμμίζεται ότι από τα 2/3 των καταγγελιών που διενεργείται Προκαταρκτική Διοικητική Εξέταση, μόλις σε δέκα περιπτώσεις προτείνονται κυρώσεις από τους διενεργούντες τις διοικητικές έρευνες το 2019! Αντίστοιχη είναι η εικόνα που παρουσιάζεται από τη Διεθνή Αμνηστία, όπως και από άλλες ελληνικές και διεθνείς οργανώσεις. Σε έρευνες της Διεθνούς Αμνηστίας καταγγέλλονται πρακτικές κακομεταχείρισης και παράνομης βίας από την πλευρά των αξιωματούχων επιβολής του νόμου στην Ελλάδα, υπογραμμίζοντας ότι στη χώρα «έχει καλλιεργηθεί μία κουλτούρα ατιμωρησίας, η οποία ενθαρρύνει και υποθάλπει αυτές τις σοβαρές παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων». Η κατάσταση αυτή στην ελληνική κοινωνία μαρτυρείται και από τις καταδικαστικές αποφάσεις της χώρας, από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ), για παραβίαση του άρθρου 3, περί απαγόρευσης των βασανιστηρίων, της απάνθρωπης και εξευτελιστικής μεταχείρισης, της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων, όπως και των ελληνικών αρμόδιων αρχών, οι οποίες δεν διερεύνησαν αποτελεσματικά τις καταγγελίες. Αξίζει μάλιστα να επισημανθεί, ότι η χώρα δέχεται σφοδρή κριτική όσον αφορά τις κωλυσιεργίες που διαπιστώνονται στο ποινικό και πειθαρχικό της σύστημα, καθώς και για την επιείκεια που δείχνει σε παρόμοιες περιπτώσεις, με αποτέλεσμα να μην εξασφαλίζεται η αποτελεσματική πρόληψη παράνομων πράξεων, όπως τα βασανιστήρια (Δήμα,2018).
Τα παραπάνω επιβεβαιώνονται και από την ίδια την πραγματικότητα. Τον Δεκέμβριο του 2008 ο 16χρονος Αλέξανδρος Γρηγορόπουλος, δολοφονείται από το όπλο ειδικού φρουρού της Ελληνικής Αστυνομίας. Δέκα χρόνια αργότερα, πεθαίνει ο γνωστός ακτιβιστής της ΛΟΑΤΚΙ κοινότητας Ελλάδας, Ζακ (Ζαχαρίας) Κωστόπουλος, με το πόρισμα του ιατροδικαστή να αναφέρει ότι ο 33χρονος εμφάνισε ισχαιμικού τύπου αλλοιώσεις μυοκαρδίου και πολλαπλά τραύματα στο σώμα του. Ευθύνες για την κατάληξή του αποδίδονται στους αστυνομικούς, που βρίσκονταν στο σημείο. Στη συνέχεια, έπειτα σχεδόν από δύο μήνες, το πόρισμα της Ένορκης Διοικητικής Εξέτασης πρότεινε την απόταξη των τεσσάρων αστυνομικών και την επιβολή της αργίας, με το ερώτημά της για τους υπόλοιπους τέσσερις.
Κοινό σημείο και των δύο περιπτώσεων, είναι η χρήση αστυνομικής βίας. Μία κατάσταση που καταγγέλλεται, χωρίς να εισακούγεται στο εσωτερικό της χώρας, ενώ έγινε πρωτοσέλιδο από τους Guardian το 2019. Στα σύγχρονα δυτικά κράτη δικαίου η χρήση φυσικής βίας είναι παράνομη και επισύρει ποινές. Το κράτος μπορεί να κατέχει το «μονοπώλιο» στη χρήση της έννομης βίας, αλλά το ίδιο το Σύνταγμα όπως και άλλες νομοθετικές ρυθμίσεις προβλέπουν με σαφήνεια το που μπορεί να εφαρμοστεί και πότε. Συνεπώς, η ελληνική Πολιτεία καλείται να επιδείξει την ίδια σοβαρότητα που καλεί (και απαιτεί) να δείξουν οι πολίτες της όλο αυτό το διάστημα, κατά το οποίο χιλιάδες Έλληνες βιώνουν συναισθήματα ανασφάλειας και αβεβαιότητας κυρίως για το μέλλον τους και το πώς θα μοιάζει η μετά-κορωνοϊού εποχή.
Προφανώς και ο Έλληνας αστυνομικός είναι πρωτίστως πολίτης βιώνοντας ανάλογα συναισθήματα. Είναι ωστόσο, χρέος της ελληνικής Πολιτείας να διατηρήσει ένα κλίμα κοινωνικής συνοχής και ασφάλειας. Ο κάθε αστυνομικός συνιστά ένα όργανο διατήρησης και διασφάλισης της δημοκρατίας και όχι ένα «πιόνι» σε οποιοδήποτε πολιτικό παιχνίδι ή ακόμα χειρότερα ένα όργανο κατάλυσης των ατομικών και πολιτικών δικαιωμάτων. Μην ξεχνάμε άλλωστε ότι η εικόνα ενός πτυσσόμενου (και μεταλλικού) γκλοπ, απέναντι σε ένα πολίτη δεν συνάδει με τις αρχές ενός δημοκρατικού πολιτεύματος. Η έκφραση «Πονάω ρε μ…., πονάω»,σε συνδυασμό με τις συνθήκες ξυλοδαρμού αυτού του πολίτη είναι μία «πληγή» για την ελληνική κοινωνία, που μπορεί να οδηγήσει σε ένα νέο σύνολο αντιδράσεων και διαδηλώσεων. Πριν βιαστεί κάποιος να μιλήσει για το δικαίωμα της διαμαρτυρίας και της διαδήλωσης στην covid εποχή, ας αναλογιστεί αυτές τις εικόνες και ιδίως, το κατά πόσο οι λειτουργοί της δημοκρατίας στη χώρα μας είναι κατάλληλα καταρτισμένοι, προετοιμασμένοι και ψύχραιμοι να διαχειριστούν την οποιαδήποτε αντίδραση του κόσμου.
Πηγή: CSIi