Από την στιγμή, που ο 32χρονος ομολόγησε τη δολοφονία της συζύγου του στα Γλυκά Νερά, παρατηρήθηκε μια κατακόρυφη αύξηση των followers του, στο Instagram (πάνω από 18.000 σε αριθμό). Υπάρχουν πολλοί λόγοι που ενδεχομένως συνέβη αυτό. Σύμφωνα με τους ειδικούς, αυτό μπορεί να οφείλεται αφενός στην “περιέργεια” της κοινής γνώμης σχετικά με την παρακολούθηση των εξελίξεων, την προσμονή της να ακουστεί κάποιου είδους εξέλιξη και αφετέρου στο γεγονός πως επιτυγχάνεται, ως ένα βαθμό, η ταύτιση του κάθε ένα χρήστη ξεχωριστά με την υπόλοιπη κοινωνία, μέσα από τα σχόλια αποδοκιμασίας αλλά και χλευασμού στο πρόσωπο του δράστη.
Παρατηρείται δηλαδή μια “καταδίκη” μέσα από τα social media. Η συμπάθεια που είχε “κερδίσει” τις πρώτες ημέρες που τελέστηκε αυτό το στυγερό έγκλημα, μετατράπηκε σε απέχθεια. Άλλωστε και ο ίδιος ο δράστης, με τις δηλώσεις του υπέρ της αστυνομίας και μέσω της φωτογραφίας που ανέβασε στον λογαριασμό του, είναι φανερό πως προσδοκούσε την επίκληση στο συναίσθημα της κοινής γνώμης, προκειμένου να αποκτήσει μια “ασφάλεια”, να αποπροσανατολίσει και να “πετάξει” τις όποιες υπόνοιες από το πρόσωπό του. Ας μην ξεχνάμε όμως, πως στο τέλος, τουλάχιστον τις περισσότερες φορές, η αλήθεια “έρχεται στην επιφάνεια” και πως δεν υπάρχει το “τέλειο” έγκλημα…
Σε αυτό το σημείο, αξίζει να γίνει μια αναφορά σε πολύ γνωστούς δολοφόνους και στον τρόπο που έχουν αντιμετωπιστεί από την κοινή γνώμη, γεγονός που θα μπορούσε να “συσχετιστεί” με το ζήτημά μας, δηλαδή με το πως βλέπει κάποιος τους δράστες και τι απόψεις που διαμορφώνονται για εκείνον. Ο Ted Bunty, ο Charles Manson και άλλοι πολλοί εγκληματίες, είχαν τεράστια επιρροή στην κοινή γνώμη και όχι μόνο με τη μορφή της αποδοκιμασίας, αλλά είχαν αποκτήσει ακόμη και θαυμαστές και θαυμάστριες, με τους οποίους αλληλογραφούσαν.
Εμβαθύνοντας τέτοιες συμπεριφορές, σύμφωνα με έρευνες, αποτελούν υβριστοφιλία ή αλλιώς το σύνδρομο Bonny and Clyde. «Η υβριστοφιλία είναι μια σεξουαλική διαταραχή στην οποία υπάρχει έλξη για άτομα τα οποία έχουν διαπράξει βιασμό, δολοφονία ή κάποιας άλλης μορφής βασανιστήρια», λέει η καθηγήτρια εγκληματολογικής ψυχολογίας και συγγραφέας Κάθριν Ραμσλαντ. Σίγουρα δεν σημαίνει πως κάθε συμπεριφορά τέτοιου είδους άπτεται του συγκεκριμένου περιεχομένου, αλλά υπάρχουν βαθύτερες αιτίες που εκδηλώνονται έτσι. Πολλές φορές, τα άτομα αυτά, πιστεύουν πως μπορούν να ελέγξουν, να αλλάξουν ή και να “εξημερώσουν”, το προσωπείο αυτό του ατόμου που έχει προβεί σε εγκληματική συμπεριφορά και ψάχνουν να βρουν μια άλλη πραγματικότητα, μια διαφορετική αλήθεια. Ακόμη, θεωρούν πως είναι αθώοι, αφού απέναντί τους δεν έχουν δείξει το πρόσωπο του δράστη. Ο Κοινωνιολόγος Jack Levin, θεωρεί πως το σύνδρομο συνδέεται με μια “παραλλαγμένη” δημοσιότητα που επιθυμεί ένα άτομο. Συνειδητοποιούμε, πως πρόκειται για ένα πολυσύνθετο ζήτημα, το οποίο χρήζει περαιτέρω διερεύνησης, εμβάθυνσης και αξιολόγησης από ειδικούς επιστήμονες επ’ αυτού, (ψυχολόγους, εγκληματολόγους, κοινωνιολόγους κλπ), λαμβάνοντας υπόψιν προσωπικά βιώματα και εμπειρίες του κάθε ατόμου ξεχωριστά.