Πήγατε στην παραλία με το μωρό για να δροσιστείτε, να περάσετε ωραία, να κάνετε το μπανάκι σας; Αχ, μπράβο! Ξέρετε όμως κάτι; Κι εγώ που κάθομαι δίπλα, για αυτό ακριβώς πήγα! Γιατί με εκνευρίζετε, μου λέτε;
Σάββατο μεσημεράκι, έχουμε πάει με την κόρη και τον άντρα μου για μπανάκι. Συναντάμε εκεί κάτι φίλους, και ανάμεσά τους, μια μαμά, γνωστή γνωστών, με ένα μπουμπουκάκι τόσο δα, 12-15 μηνών κάπου εκεί θα πρέπει να ήταν, ένα λουκουμαδάκι να το φας επιτόπου!
Παραγγέλνουμε καφεδάκια και χυμούς, και πάμε βουρ για τη θάλασσα καθότι καύσωνας εκείνη τη μέρα και πού να κρατηθείς; Και εκεί που κολυμπάμε ανέμελοι, summer mood και τραλαλά τραλαλό, βλέπω το μπουμπουκάκι να περπατάει μόνο του- ΜΟΝΟ ΤΟΥ- στα βοτσαλάκια και να πλησιάζει στην ακροθαλασσιά.
Παθαίνω καρδιακό. Κολυμπάω με όλες μου τις δυνάμεις, πλησιάζω, σκέφτομαι ότι σε δύο βηματάκια θα είναι στη θάλασσα, φυσικά δεν ξέρει να κολυμπάει, κινδυνεύει, θα το βουτήξω επιτόπου, θα το βγάλω έξω, η μάνα του θα με ευχαριστεί…
Η μάνα του είπα; Ώπα, παιδιά, πού είναι η μάνα; Νάτην! Κάθεται στην ξαπλώστρα της, τρίτη σειρά από την ακτή, ούτε που το βλέπει, χαμπάρι δεν έχει πάρει.
Τι να κάνω; Να τη φωνάξω; Δεν έχεις χρόνο, σκάσε και κολύμπα, λέω, και πάω για το χρυσό άνετα.
Σε αυτά τα ελάχιστα δευτερόλεπτα (δικής μου) αγωνίας, το μπουμπουκάκι έχει σκύψει, έχει πάρει από τα βοτσαλάκια κάτι, τι δεν μπορώ να δω, πάει να το βάλει στο στόμα του, καταριέμαι τη μυωπία μου, ξεκουνήσου, βρε μάνα του, τι κάνεις; Και εκεί που ζω το θρίλερ… βλέπω το πιτσιρικάκι τσουπ τσουπ να επιστρέφει προς τη μαμά του!
ΟΛΑ ΚΑΛΑ. Εκείνη συνεχίζει τον καφέ και την κουβεντούλα της.
Η κόρη μου εντωμεταξύ έχει αρχίσει να τα παίρνει. «Μαμά, θα κολυμπήσουμε ή θα κοιτάς τα άλλα παιδάκια; Δεν σου έχω πει να μην το κάνεις αυτό; Έχουν μαμάδες!».
Γιατί την ίδια ακριβώς αγωνία τραβούσα όταν ακριβώς απέναντί μας είχε μετακομίσει μαμά- μπαμπάς- μωρό, και έβλεπα το μικρό να βγάζει τα ποδαράκια του από τα κάγκελα του μπαλκονιού ενώ η μαμά του μιλούσε στο κινητό μη δίνοντας σημασία. Όταν το έβλεπα τα μεσημέρια να βγαίνει στο μπαλκόνι ΜΟΝΟ ΤΟΥ και να προσπαθεί να σκαρφαλώσει στα κάγκελα. «Μπες μέσα, αγάπη μου, μπες μέσα», φώναζα, και τσουπ, η μάνα έβγαινε και αυτή, έκανε φυσικά ότι δεν με είχε ακούσει, και του φώναζε. Αχ, συγγνώμη, κοπέλα μου που διέκοψα το τηλεφώνημά σου.
Την ίδια ακριβώς αγωνία τραβάω:
Όταν βλέπω μια (συνήθως τσαντισμένη) μαμά να προπορεύεται του παιδιού της με αποτέλεσμα εκείνο να περνάει ουσιαστικά μόνο του τον δρόμο.
Όταν βλέπω ένα μηχανάκι με έναν παππού και δύο πιτσιρίκια πάνω.
Όταν βλέπω ένα παχύσαρκο παιδάκι να το μπουκώνει η μαμά του με κρουασάν και μπισκότα.
Αγωνιώ υπερβολικά; Μήπως να κοιτάω την πάρτη μου και την οικογένειά μου;
Μήπως ανησύχησα πολύ με το μπουμπουκάκι στην παραλία γιατί κι εγώ μικρή μπήκα στη θάλασσα χωρίς μπρατσάκια γιατί ήθελα να δοκιμάσω να κολυμπήσω και κόντεψα να πνιγώ ακριβώς μπροστά στη μαμά μου και με έσωσε ένας κύριος από δίπλα;
Ή μήπως τελικά ανησυχώ για τα μωρά των αδιάφορων μαμάδων, γιατί, ΓΙΑΤΙ είμαι και εγώ μαμά, και αυτό σημαίνει ότι αγαπώ και νοιάζομαι για τα παιδιά όλου του κόσμου. Κυρίως όσων είναι στην κοσμάρα τους.