Μαρία, ετών 2,5 στα 3. Μια κούκλα, μια γλύκα, παιδάκι μικρό, πώς να μην το συμπαθήσεις; Τη βλέπω κάθε μέρα στο απέναντι μπαλκόνι. Μα κυρίως την ακούω. Την ίδια όχι, το όνομά της μόνο εκατοντάδες φορές μέσα σε ένα 24ωρο.
«Μαρίααα, φάε τα φρούτα σου!», «Μαρία, αν δεν φας τα φρούτα σου, βόλτα δεν έχει, ξέχνα το!», «Μαρίααα, άιντε πια! Θα σας παρατήσω και θα φύγω καμιά μέρα!», «Μαρίαα, σταμάτα πια, μαμά και μαμά, με έπρηξες!», «Μαρίααα, αν δεν φας, θα φωνάξω την αρκούδα/ θα έρθει ο γύφτος/ θα σου πάρω τα παιχνίδια/ θα σε κρεμάσει η κα Αλεξάνδρα από το μπαλκόνι!».
Η Μαρία δεν ακούγεται, το κλάμα της μόνο πού και πού. Και αυτό όμως λήγει απότομα, άδοξα, πρόωρα, με μία ακόμα απειλή της μαμάς της.
Η Μαρία δεν ακούγεται να παίζει με τη μαμά της επιτραπέζια, να ξεκαρδίζεται με γαργαλητά, να λέει τραγουδάκια με τον μοναδικό τρόπο που μόνο τα νήπια εκφέρουν τις λέξεις.
Η Μαρία δεν ζωγραφίζει. Δεν διαβάζει βιβλιαράκια. Έχει στα χέρια ένα τάμπλετ, και κάθεται στο απέναντι μπαλκόνι, μέρα μεσημέρι, μόνη.
Καμιά φορά προσπαθώ να καταλάβω αυτή τη μαμά που φωνάζει όλη μέρα. Να τη δικαιολογήσω. Να σκεφτώ ότι είναι κλεισμένη στο σπίτι με δύο μικρά παιδιά, και ότι αυτό δεν παλεύεται αν δεν έχεις βοήθεια. Δεν τα καταφέρνω.
Καμιά φορά θυμάμαι εμένα μια δεκαετία πριν, όταν η κόρη μου ήταν νήπιο, τι όμορφα που περνούσαμε, τα βιβλία που της διάβαζα πριν κοιμηθεί (πόσο νύσταζα, Θεέ μου), τα τραγούδια που έβγαζα από το μυαλό μου. Και ναι, ποτέ δεν θα ξεχάσω τις μετρημένες στα δάκτυλα στιγμές που ο θυμός μου φούντωσε και ξέσπασα πάνω της με μια φωνή, με ένα απότομο κλείσιμο πόρτας. Κι όμως, το παιδί δεν έφταιγε ποτέ. Μα ποτέ. Εγώ ήμουν εκνευρισμένη, πιεσμένη, κουρασμένη. Εγώ ήμουν «το νήπιο», με το αρνητικό πρόσημο που συνοδεύει αυτή την ηλικία. Δικά μου ήταν τα tantrums, και ποιος να τα διαχειριστεί;
Γιατί η γειτόνισσα- μαμά φωνάζει τόσο πολύ, τόσο δυνατά και τόσο άδικα στη μικρή της κόρη; Πόσα τραύματα κουβαλάει μέσα της, και πόσα από αυτά κληροδοτεί στο παιδί της; Δεν ξέρω.
Ξέρω όμως ότι -τι στο καλό, στο 2021 ζούμε- είναι πανεύκολο, κορίτσι μου, με αγάπη στο λέω, να μπεις σε ένα σάιτ έγκυρο να διαβάσεις μερικά άρθρα παιδοψυχολόγων. Να κλείσεις μερικές συνεδρίες με έναν ψυχολόγο να αρχίσεις σιγά-σιγά να λύνεις τα θέματά σου. Να απαλλαγείς από το βάρος σου που γίνεται οργή και απειλή.
Λένε ότι καλοί γονείς δεν γεννιόμαστε, γινόμαστε. Δεν είναι ολόκληρη η αλήθεια αυτή. Καλοί γονείς γεννιόμαστε όταν έχουμε αγαπηθεί και αγκαλιαστεί πολύ από τους δικούς μας γονείς. Κι αν δεν είχαμε την τύχη αυτή την τεράστια, κι αν δεν μας δόθηκε αυτό το δώρο, δεν είναι εύκολο, μα, να, ας κάνουμε την ανατροπή κι ας μοιράσουμε αγάπη. Μπορούμε, το αξίζουν τα παιδιά μας, μα πάνω απ’ όλα, το αξίζουμε εμείς.
UPDATE: «Μαρία, αν ξανασηκώσεις χέρι, θα στο κόψω, άιντε!»: Μόλις το άκουσα από το απέναντι μπαλκόνι. Και νιώθω τόσο ανήμπορη και δειλή στο άκουσμά του. Έχω δικαίωμα να πω στη μαμά αυτή δυο λόγια καρδιάς, είναι λύση να ενημερώσω την κοινωνική υπηρεσία; Όσο τα σκέφτομαι αυτά, οι μέρες περνούν και τίποτα δεν κάνω, και η Μαρία από το απέναντι μπαλκόνι είναι εκεί, μόνη.