Για τον Μάριο Μάζαρη σας έχουμε μιλήσει ουκ ολίγες φορές. Η αλήθεια είναι ότι οι αναρτήσεις του είναι βάλσαμο για την καρδιά, οδηγός για να γινόμαστε καλύτεροι γονείς αλλά και παράδειγμα φωτεινό για να γινόμαστε και καλύτεροι μέσα μας. Ο Μάριος, όμως, δεν ένιωσε ποτέ φωτεινός, όπως δηλώνει ο ίδιος σε μια ανάρτηση που (ακόμα μια φορά) μας άγγιξε βαθιά…
“Δεν ένιωσα ποτέ φωτεινός, το αντίθετο μάλλον. Από μικρός είχα μυωπία, δεν πήγαινα πουθενά χωρίς τα γυαλιά μου. Στο σχολείο με κορόιδευαν που τα φορούσα, χωρίς αυτά όμως έβλεπα θολά. Κάθε τόσο τα έσπαγα, είτε τυχαία, είτε για να μη με βλέπουν οι άλλοι να τα φοράω. Τα χρειαζόμουν όμως. Η μάνα μου τα έφτιαχνε πάλι και πάλι, κι ας ήξερα ότι δεν έφταναν τα λεφτά μας για τόσες επιδιορθώσεις. Ζούσα και στο σκοτάδι, αγχωνόμουν όταν με έβλεπαν οι άλλοι γιατί το είχα συνδέσει με κακό. Θα μου κάνουν παρατήρηση, θα με κρίνουν, θα είμαι αδιάβαστος, πολύ μόνος, πολύ ήσυχος, πολύ ντροπαλός, όλα πολύ.
Μεγαλώνοντας άρχισα να κατανοώ πράγματα για την παιδική μου ηλικία που τότε δυσκολευόμουν να κατανοήσω. Το άγχος μου για παράδειγμα. Για μια περίοδο της ζωής μου μέναμε μαζί με τη γιαγιά και τον παππού μου, το κρεβάτι που κοιμόμουν ήταν μεσοτοιχία με το δικό της. Τη νύχτα θυμάμαι η γιαγιά μου είχε ένα πελώριο βότσαλο που κτυπούσε στον τοίχο για να μου πει καληνύχτα. Ήταν το σημάδι της ότι ήταν εκεί. Το άκουγα και ένιωθα καλύτερα. Της κτυπούσα κι εγώ τον τοίχο με το χέρι μου. Η γιαγιά μου ήταν καμμένη με εγκαύματα τρίτου βαθμού ύστερα από ατύχημα που είχε σε νεαρή ηλικία. Δεν έβγαινε από το σπίτι παρά σπάνια. Ήταν αόρατη κάπως κι εκείνη, όπως ένιωθα εγώ.
Το καλοκαίρι που έδωσα πανελλήνιες η μυωπία μου ανέβηκε 4-5 βαθμούς, έφτασα τους 8,5, από άγχος κι αυτό. Μαζί άλλαξε και το χρώμα των ματιών μου, από σκούρο κάστανο σε ένα μείγμα τριών-τεσσάρων χρωμάτων. Οι άλλοι άρχισαν να με παρατηρούν, να λένε Τι όμορφα μάτια που έχεις. Εγώ σκεφτόμουν το άγχος που τα προκάλεσε.
Όταν πέθανε η γιαγιά μου, κτύπησα ένα βότσαλο στον τάφο της. Έκτοτε έχω πολλά στο σπίτι, μου παίρνουν το άγχος μακριά. Τις τελευταίες μέρες με σταματούν και μου μιλούν πολλοί, έχουν αρχίσει να με αναγνωρίζουν από τα social media. Μου λένε ότι είμαι φως, ότι τους δίνω κουράγιο, ότι είμαι ξεχωριστός, ότι μοιράζω ιδέες, ελπίδα, δεν μπορώ τίποτα να νιώσω στον βαθμό που το λένε. Μπαίνει η μυωπία μου μπροστά και τα βλέπω θολά, πάντα είχα δυσκολία στο να διαχειριστώ τα θετικά σχόλια. Προτιμώ τις πέτρες που κτυπούν και που μου λένε Είμαι εδώ.
Η παρούσα ανάρτηση είναι γιατί ντρέπομαι να πω πόσο σας ευχαριστώ για τις αμέτρητες πέτρες“.
Σημείωση: Το βιβλίο του Μάριου Μάζαρη “Η αγκαλιά που ψήλωνε” κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Παπαδόπουλος, και η Καλομοίρα (μας) Θεοχάρη έχει γράψει μια υπέροχη κριτική για αυτό!