“Το παιδί μου κάνει ξένες γλώσσες στο σχολείο. Πρέπει να του κάνω και ιδιαίτερα μαθήματα ή να το στείλω φροντιστήριο;”. Ένα ερώτημα που απασχολεί όλους τους γονείς!
Η γνώση ξένων γλωσσών είναι μια αναγκαιότητα που κανένας δεν αμφισβητεί. Δεν υπάρχει γονιός που να μην πιστεύει ότι, για να μπορέσει να σταθεί στον σύγχρονο κόσμο το παιδί του, θα πρέπει να μάθει να χρησιμοποιεί μία τουλάχιστον από τις κυρίαρχες ευρωπαϊκές γλώσσες.
Την ανάγκη αυτή υιοθετεί θεωρητικά και η Ελληνική Πολιτεία, αφού τα αγγλικά διδάσκονται πλέον από το Νηπιαγωγείο. Πρόκειται για ολοκληρωμένα προγράμματα που όμως στην πράξη φαίνεται ο στόχος τους να μην μπορεί να επιτευχθεί. Και αυτό γιατί:
• Στα Δημόσια σχολεία, δυστυχώς τα ξενόγλωσσα τμήματα είναι δύο ταχυτήτων μέσα στην τάξη: οι “προχωρημένοι” των φροντιστηρίων και οι υπόλοιποι. Δημιουργούνται τμήματα με μεγάλη ανομοιογένεια ως προς το επίπεδο γνώσης της γλώσσας, όπου το εκπαιδευτικό σύστημα εξισώνει δυνατούς και αδύναμους μαθητές με αποτέλεσμα να ζημιώνονται όλοι.
• Οι ξένες γλώσσες στο σχολείο θεωρούνται δευτερεύον μάθημα και οι ώρες που αφιερώνονται μέσα στο εβδομαδιαίο πρόγραμμα δεν είναι αρκετές.
• Κάθε σχολικό τμήμα αποτελείται από 20-25 μαθητές, αριθμός πού είναι αρκετά μεγάλος για να διδαχθεί μια ξένη γλώσσα και δυστυχώς αυτό συμβαίνει και στα ιδιωτικά σχολεία.
Έτσι, λοιπόν για να οικειοποιηθεί ένα παιδί τη γνώση της ξένης γλώσσας, οι γονείς απευθύνονται σε εξωτερικούς παράγοντες (σε ιδιώτες καθηγητές ή σε φροντιστήρια).
Στα φροντιστήρια και στα ιδιαίτερα μαθήματα, ακολουθείται ένα πλήρως αναλυτικό πρόγραμμα σπουδών και μελέτης. Η εξέλιξη των μαθημάτων είναι προγραμματισμένη από την αρχή της χρονιάς με ετήσια και εβδομαδιαία πλάνα ύλης. Έτσι, ολοκληρώνεται η ύλη κάθε χρόνο και αυτή η δοκιμασμένη μέθοδος προσφέρει στο παιδί τη δυνατότητα να προχωρήσει αφομοιώνοντάς την όσο καλύτερα γίνεται και να μην μείνει πίσω.
Επιπλέον, τα μαθήματα σε ολιγομελή γκρουπ, τα συχνά τεστ, η στενή παρακολούθηση της εκπαιδευτικής πορείας των μαθητών καθώς και ο Σύμβουλος καθηγητής συγκροτούν ένα δυνατό σύστημα εκμάθησης και επιτυχίας, με επίκεντρο πάντα τον μαθητή. Έτσι, ο μαθητής κατακτάει τη γλώσσα μέσα από σύγχρονες μεθόδους διδασκαλίας και σύγχρονα μέσα εκπαίδευσης που διευκολύνουν το παιδί και κάνουν τη μάθηση ευχάριστη και εύκολη.
Οποιονδήποτε τρόπο κι αν επιλέξει ο κάθε γονιός για να μάθει το παιδί του την ξένη γλώσσα, το σίγουρο είναι ότι ο μαθητής είναι το επίκεντρο και οδηγείται μέσα από αυτό στο να ανακαλύψει τον ίδιο του τον εαυτό, γνωρίζοντας σιγά – σιγά τα δυνατά και τα αδύνατα σημεία του.